- οροβίτης
- ὀροβίτης, ὁ, θηλ. ὀροβῑτις (Α)1. λίθος όμοιος ή ισομεγέθης με κόκκο ορόβου2. το θηλ. είδος παρασκευασμένης χρυσόκολλας.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄροβος «είδος φυτού» + επίθημα -ίτης (πρβλ. δαφν-ίτης)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.